- εναλλαγή
- Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου.
* * *η (AM ἐναλλαγή)1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική αλλαγή (α. «εναλλαγή χαράς και λύπης» β. «εναλλαγή ημέρας και νύχτας» γ. «εναλλαγή ανέμων» δ. «κατ' εναλλαγήν» — εναλλάξ, εκ περιτροπής)2. μετατροπή, μεταβολή, διαδοχή (α. «τὴν ἐξαίφνης εἰς χαρὰν ἐναλλαγὴν τοῡ θρήνου», Καλλίμ.β. «ἐναλλαγὴ τῶν ζῳδίων», Πτολ.)νεοελλ.1. λογοτ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται απροσδόκητα αλλαγή τού ρήματος ή τού χρόνου ή τού αριθμού ή τού προσώπου με άλλο («ας μη μού δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφονείναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα», Κάλβ.)2. βιολ. α) «εναλλαγή τής ύλης» — η αφομοίωση από τον ανθρώπινο οργανισμό τών θρεπτικών στοιχείων τών τροφών και η μετατροπή τους σε άλλα στοιχεία δικά του, αλλιώς μεταβολισμόςβ) «εναλλαγή ενέργειας» — η μεταβολή τής λανθάνουσας χημικής ενέργειας τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνει ένας οργανισμός σε κινούσα ενέργεια και κυρίως σε θερμότηταγ) το φαινόμενο κατά το οποίο μερικοί ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί δεν μοιάζουν καθόλου με τους γεννήτορες, αλλά έχουν χαρακτηριστικά μακρινών ή πλάγιων προγόνων τους3. φυσ. χαρακτηρισμός τής ημιπεριόδου ενός εναλλασσόμενου μεγέθους στη διάρκεια τής οποίας δεν παρατηρείται αλλαγή στη φορά τού μεγέθους αυτού4. (νομ.) α) «εναλλαγή καταστάσεως» — κατά το ρωμ. δίκ. η μεταβολή στην προσωπικότητα, δηλ. στην ικανότητα για απόκτηση δικαιωμάτων ή για ανάληψη υποχρεώσεων που επέρχεται από την απόκτηση ή την απώλεια κάποιας ιδιότηταςβ) «εναλλαγή προικῴων» — η μετά τον γάμο και με κοινή συμφωνία τών συζύγων μεταβολή τού αντικειμένου τής προίκας που επέρχεται με δικαστική επικύρωση5. διεθν. δίκ. α) «εναλλαγή εδαφών» — η ανταλλαγή εδαφών που συμφωνείται και εκτελείται μεταξύ δύο κρατώνβ) «εναλλαγή αιχμαλώτων» — η ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ εμπόλεμων κρατώνμσν.1. ποικιλία («καὶ τῶν λαχάνων τὰς πολλὰς ἐναλλαγάς, ἅς βλέπω», Καλλίμ.)2. καθαίρεση και αντικατάσταση («διὰ τὴν ἐναλλαγὴν ὁποὺ κινδυνεύει νὰ γένῃ εἰς τὸν... ἐφημέριον τοῡ αὐτοῡ μοναστηρίου, Βλαστ.)αρχ.γραμμ. η μεταβολή και η χρησιμοποίηση ενός γράμματος ή άλλου γλωσσικού στοιχείου αντί για άλλο (α. «ἐναλλαγή χρόνων», Διον. Αλικ.β. «ἐναλλαγή πτώσεως», Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.